πολύγνωμος

πολύγνωμος
-η, -ο / πολύγνωμος, -ον ΝΜΑ
νεοελλ.
1. αυτός που έχει πολλές γνώμες
2. αυτός που έχει πολλές και διαφορετικές γνώμες πάνω σε ένα θέμα και δεν μπορεί να αποφασίσει, αναποφάσιστος («πάρε μια απόφαση, μην είσαι πολύγνωμος»)
αρχ.
πολυγνώμων*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -γνωμος (< γνώμη < θ. γνω- τού γιγνώσκω), πρβλ. διχό-γνωμος, ευθύ-γνωμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολύγνωμος — η, ο 1. αυτός που έχει πολλές γνώμες, ιδέες. 2. αυτός που αλλάζει εύκολα γνώμη, αναποφάσιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”