- πολύγνωμος
- -η, -ο / πολύγνωμος, -ον ΝΜΑνεοελλ.1. αυτός που έχει πολλές γνώμες2. αυτός που έχει πολλές και διαφορετικές γνώμες πάνω σε ένα θέμα και δεν μπορεί να αποφασίσει, αναποφάσιστος («πάρε μια απόφαση, μην είσαι πολύγνωμος»)αρχ.πολυγνώμων*.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -γνωμος (< γνώμη < θ. γνω- τού γιγνώσκω), πρβλ. διχό-γνωμος, ευθύ-γνωμος].
Dictionary of Greek. 2013.